φερμπαλάς

φερμπαλάς
ο, Ν
βλ. φραμπαλάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φραμπαλάς — και φαρμπαλάς και φαλμπαλάς και φερμπαλάς, ο, Ν 1. πλατιά πτυχωτή παρυφή γυναικείου φορέματος στο κάτω άκρο του, φαρδύς ποδόγυρος 2. μτφ. μεγαλόσωμη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φραμπαλάς < φαρμπαλάς, με μετάθεση του ρ < φαλμπαλάς, με ανομοιωτική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”